- νάγμα
- νάγμα, τὸ (Α)(γενικά) καθετί που έχει στοιβαχθεί ή σωσσωρευθεί με πυκνό τρόπο2. (ειδικά) πλατύ λίθινο τείχος προφυλάξεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναγ- (πρβλ. νέ-ναγ-μαι, παθ. παρακμ. τού ρ. νάσσω «πιέζω, στοιβάζω») + κατάλ. -μα, πρβλ. μάγ-μα, τάγμα].
Dictionary of Greek. 2013.